- υδατοσκοπικός
- -ή, -ό, Ν [υδατοσκοπία]υδροσκοπικός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
υδατοσκοπικός — ή, ό επίρρ. ά ο υδροσκοπικός (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)